Δευτέρα 24 Νοεμβρίου 2014

ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ - ΔΗΜΟΙ - ΛΑΪΚΗ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑ - ΣΥΝΕΛΕΥΣΕΙΣ - ΕΛΒΕΤΙΑ - ΕΛΛΑΔΑ




Η ΕΝΝΟΙΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΊΑΣ ΜΕ ΑΦΕΤΗΡΙΑ ΤΗΝ ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΛΕΞΗΣ: «Ο ΔΗΜΟΣ ΚΡΑΤΕΙ»

 Ξεκινώντας από την ετυμολογία της λέξης θα ορίζαμε ως δημοκρατικό το πολίτευμα εκείνο στο οποίο ο Δήμος κρατεί ή άρχει και κατά Αριστοτέλη εκείνο στο οποίο «κύριος» της Πολιτείας είναι ο Δήμος.  Αναζητώντας, εξάλλου, τον «κυρίαρχο», σε ποιόν δηλαδή ανήκει η κυριαρχία: «τι δει το κύριον της πόλεως» και ακολουθώντας το αριθμητικό κριτήριο διάκρισης των πολιτευμάτων, που εισήγαγε ο ίδιος φιλόσοφος και υιοθετήσαμε και εμείς. 

Δημοκρατία κατά λέξη σημαίνει άρα, το πολίτευμα στο οποίο ο «Δήμος κρατεί» και, μάλιστα, για την ακρίβεια, εκείνο στο οποίο o Δήμος κρατεί από μόνος του: «Απάντων γαρ αυτός αυτόν πεποίηκεν ο δήμος κύριον».

 Η δημοκρατία δεν δηλώνει απλώς την κυριαρχία του Δήμου, αλλά την «αυτοδύναμη κυριαρχία» του, αφού ο Δήμος αντλεί την κυριαρχία του από τον εαυτό του. Δηλώνει άρα την κυριαρχία ή κυβέρνηση του Δήμου, ως αυτό-κυβέρνηση .

 Στην ιδεατή της σύλληψη η δημοκρατία προσδιορίζεται, λοιπόν, ως αυτο-κυβέρνηση του Δήμου και αποτελεί μορφή συλλογικού αυτοκαθορισμού.  Ο Δήμος θεωρείται κυρίαρχος, επειδή είναι οργανωμένος σε πολιτικό σώμα και αυτό-κυβερνιέται θεσπίζοντας ο ίδιος ή δια της αντιπροσώπευσής του, τους νόμους στους οποίους δέχεται να υπόκειται. Η εξουσία να είναι νομοθέτης του εαυτού του συνιστά εκδήλωση πρωταρχική της «κυριαρχίας» του και επιβεβαιώνει την «δημόσια ή πολιτική αυτονομία» του, δηλαδή την ικανότητά του να αυτό-προσδιορίζεται συλλογικά και να αυτό-κυβερνιέται.

Στην πράξη πάντως, ο αυτό-καθορισμός του Δήμου (ή του Λαού) επιτυγχάνεται με την συμμετοχή των μελών της πολιτικής κοινωνίας στην πολιτική εξουσία και κυρίως με την άσκηση πολιτικών δικαιωμάτων, του δικαιώματος εκλέγειν και εκλέγεσθαι. Με τον τρόπο αυτό οι κυβερνώμενοι συμμετέχουν στην διακυβέρνηση της Πολιτείας τους και με την συμμετοχή τους επιτυγχάνεται ο πολιτικός αυτό-καθορισμός τους.
Έτσι, λαϊκή κυριαρχία σημαίνει, κατά αρχήν, ότι η εξουσία πηγάζει, προέρχεται από τον λαό, έχει λαϊκή προέλευση και καταγωγή. Ο λαός αποτελεί τη βάση, και άρα την πηγή νομιμοποίησης όλων των εξουσιών. Η πολιτική εξουσία θεωρείται νομιμοποιημένη επειδή είναι αντιπροσωπευτική και είναι αντιπροσωπευτική, επειδή προέρχεται από τα κάτω, επειδή βασίζεται στη θέληση του λαού και συναντά τη συναίνεσή του, που εκφράζεται ελεύθερα και ισότιμα, χωρίς καταναγκασμούς με την άσκηση των πολιτικών του ελευθεριών.

Η ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΣΤΗΝ ΕΛΒΕΤΙΑ




Ο Ιωάννης Καποδίστριας υπήρξε ο συντάκτης του πρώτου Συντάγματος της Ελβετίας. Ο Έλληνας πολιτικός έπαιξε σημαντικό ρόλο συνολικά στην ενότητα, την ανεξαρτησία και την ουδετερότητα της Ελβετίας και συνεισέφερε σημαντικά στο ελβετικό Σύνταγμα. Ακολούθησε μία πολιτική γραμμή ενοποίησης και εξομάλυνσης των ανισοτήτων, γραμμή η οποία βρίσκεται στα χνάρια της σκέψης του Ελβετού φιλόσοφου και κοινωνιολόγου J.J.Rousseau. Εκείνος το 1762, στο έργο του «Περί του Κοινωνικού Συμβολαίου», κάνει λόγο για μία κοινωνία δικαίου και ελευθερίας. Σύμφωνα με το έργο αυτό ένα γνήσιο «Κοινωνικό Συμβόλαιο» χρειάζεται μεταξύ ίσων και ελεύθερων ατόμων. 

Οι πολίτες είναι εκείνοι που δημιουργούν τους θεσμούς διακυβέρνησης και νομοθεσίας, για τη ρύθμιση της συμβίωσής τους, με πλήρη επίγνωση των πράξεών τους και απόλυτη ειλικρίνεια. Μέσω της πρακτικής αυτής οι πολίτες μεταμορφώνονται σε πολίτες μιας συμμετοχικής – άμεσης δημοκρατίας, όπου κίνητρο των πράξεών τους είναι η προσήλωση στο κοινό καλό και στο δημόσιο συμφέρον. Στο πλαίσιο αυτό η γενική βούληση εκφράζει τη βούληση του κάθε πολίτη χωριστά και διατυπώνεται με τους θεμελιώδεις νόμους της πολιτείας, στη θέσπιση των οποίων έχει συμμετάσχει ενεργά ο κάθε πολίτης. Πώς αξιοποίησε η Ελβετία την κληρονομιά που άφησαν Rousseau και Καποδίστριας; Την απάντηση μπορεί εύκολα κανείς να την ανακαλύψει ερευνώντας το δημοκρατικό τρόπο με τον οποίο λειτουργεί σήμερα το ελβετικό κράτος. Πρόκειται πράγματι για ένα μοναδικό σε ολόκληρη την Ευρώπη τρόπο πολιτικής οργάνωσης, ο οποίος βασίζεται στις αρχές της άμεσης δημοκρατίας.

Όργανα της είναι ο λαός, τα Καντόνια (τοπική αυτοδιοίκηση), η Γενική Συνέλευση, η Κυβέρνηση (Κεντρικό Ομοσπονδιακό Συμβούλιο) και η Δικαστική Εξουσία. Η Δικαστική Εξουσία ανήκει στο Ομοσπονδιακό Δικαστήριο και οι Δικαστές εκλέγονται από την Γενική Συνέλευση κάθε 6 χρόνια. Η Γενική Συνέλευση (Νομοθετική Εξουσία) απαρτίζεται από δύο σώματα, το Εθνικό Συμβούλιο και το Συμβούλιο των Πολιτειών (Καντονιών). Ο Πρόεδρος της Ομοσπονδίας εκλέγεται κάθε χρόνο (το Δεκέμβριο) και έχει ενιαύσια θητεία.

Η χώρα υποδιαιρείται διοικητικά σε 26 Καντόνια και ημικαντόνια. Το καθένα από αυτά έχει δική του κυβέρνηση και μεγάλη αυτοδιοικητική αυτονομία. Η Κυβέρνηση απαρτίζεται από επτά (7) Υπουργούς οι οποίοι προέρχονται από όλα τα Κόμματα, κατά την αναλογία των ψήφων που λαμβάνει το καθένα στις εκλογές και εκλέγονται κάθε 4ετία από το Εθνικό Συμβούλιο. Οι αποφάσεις λαμβάνονται κατά πλειοψηφία των επτά. Κάθε χρόνο, η Συνέλευση εκλέγει έναν μεταξύ των επτά ως Πρόεδρο της Ομοσπονδίας. Ο Πρόεδρος δεν έχει κανένα άλλο προνόμιο παρά να εκπροσωπεί την Ελβετία στις διάφορες διακρατικές της υποχρεώσεις διατηρώντας το Υπουργείο του. Καθαρά διοικητικά καθήκοντα έχει ο Καγκελάριοςπου εκλέγεται κάθε 4 χρόνια από την Γενική Συνέλευση. Παρόμοια με την παραπάνω οργάνωση υπάρχει αντίστοιχα σε κάθε χωριστό Καντόνι όπου η τοπική αυτοδιοίκηση είναι ανεξάρτητη από την Κεντρική Κυβέρνηση.

Από τα παραπάνω υπογραμμίζουμε τις καινοτομίες του πολιτικού συστήματος της Ελβετίας δηλαδή: την ετήσια θητεία του Προέδρου της Ομοσπονδίας, την περιοδική ανάληψη της Προεδρίας από όλους του Υπουργούς, την αυτονομία της τοπικής αυτοδιοίκησης (Καντονιών) και τη συλλογική ευθύνη μεταξύ των μελών της Κυβέρνησης.

Εκείνο το στοιχείο όμως που εξαίρεται ως σημαντικότερο για τον τρόπο δημοκρατικής διακυβέρνησης της Ελβετίας είναι ο ρόλος και οι εξουσίες του λαού. Τόσο οι νόμοι που ψηφίζονται από τη Γενική Συνέλευση όσο και οι αποφάσεις της Κυβέρνησης υπόκεινται στον απ' ευθείας και συνεχή έλεγχο του λαού. Τούτο επιτυγχάνεται με τον θεσμό του Δημοψηφίσματος. Κάθε χρόνο ο Ελβετός πολίτης συμμετέχει σε αρκετά δημοψηφίσματα επί διαφόρων θεμάτων. Ο κάθε πολίτης έχει επιπλέον τη δυνατότητα να αναλάβει την πρωτοβουλία για την αναθεώρηση οιασδήποτε διατάξεως του Συντάγματος και να οργανωθεί για το λόγο αυτό ειδικό δημοψήφισμα. Η «πρωτοβουλία» υπόκειται αναγκαστικά σε δημοψήφισμα εφ’ όσον συγκεντρωθεί ορισμένος αριθμός υπογραφών, μεταξύ των πολιτών που έχουν εκλογικό δικαίωμα. Με τον τρόπο αυτό κάθε σημαντικό ζήτημα ή / και ειδικό θέμα εναπόκειται στο λαό, ο οποίος αποφασίσει για την εφαρμογή του κατ' απόλυτη πλειοψηφία με Ναι ή Όχι. Το Δημοψήφισμα επομένως αποτελεί ένα πρότυπο σύστημα θεσμοθετημένου διαλόγου, που αποκλείει την αυθαιρεσία της Κυβέρνησης. Πώς άλλωστε θα μπορούσε να αυθαιρετήσει μία Κυβέρνηση τι στιγμή που κρέμεται επάνω της η «Δαμόκλειος Σπάθη» της λαϊκής πρωτοβουλίας;

ΕΛΛΑΔΑ – ΕΘΝΟΣΥΝΕΛΕΥΣΕΙΣ


Για την Ελλάδα, η πρώτη κορυφαία στιγμή της πολιτικής ιστορίας της νεότερης Ελλάδας σε επίπεδο εθνικής πολιτειακής ρύθμισης, που εδραίωσε στη συνείδηση της ελληνικής κοινωνίας το συνταγματισμό ως το θεμελιώδες και αναγκαίο κριτήριο πολιτικής νομιμότητας, ήταν η ψήφιση του πρώτου ελληνικού συντάγματος από την Α΄ Εθνοσυνέλευση της Επιδαύρου, τον Ιανουάριο του 1822. Το Σύνταγμα, «Προσωρινόν Πολίτευμα της Ελλάδος » περιλάμβανε 110 σύντομες παραγράφους χωρισμένες σε "τίτλους" και "τμήματα" και προέβλεπε την αντιπροσωπευτική αρχή και την αρχή της διάκρισης των εξουσιών. Η «Διοίκησις» αποτελείτο από το «Βουλευτικόν» και το «Εκτελεστικόν», δύο συλλογικά όργανα με ενιαύσια θητεία, τα οποία «ισοσταθμίζονταν» στη νομοπαραγωγική διαδικασία, ενώ το «Δικαστικόν» ήταν ενδεκαμελές και ανεξάρτητο από «τας άλλας δύο δυνάμεις».

Το Σύνταγμα της Επιδαύρου υποβλήθηκε, το Απρίλιο του 1823, σε αναθεώρηση από τη Β΄ Εθνοσυνέλευση, η οποία συνήλθε στο Άστρος. Το νέο Σύνταγμα, που αποτελούσε απλή αναθεώρηση του προϊσχύσαντος, ονομάστηκε «Νόμος της Επιδαύρου, ήταν νομοτεχνικώς αρτιότερο και καθιέρωνε ελαφρά υπεροχή της νομοθετικής εξουσίας έναντι της εκτελεστικής. Ακόμη, μεταρρύθμιζε τα δικαιώματα της εκτελεστικής εξουσίας τα σχετικά με την κατάρτιση των νόμων, βελτίωνε τις διατάξεις περί ατομικών δικαιωμάτων και μετέβαλλε επί το δημοκρατικότερο τον εκλογικό νόμο.

Το σημαντικότερο των Συνταγμάτων της Επανάστασης ψηφίσθηκε στην Τροιζήνα το Μάιο του 1827 από τη Γ΄ Εθνοσυνέλευση, η οποία είχε ήδη αποφασίσει πως πρέπει «η νομοτελεστική εξουσία παραδοθή εις ένα και μόνον». Κατόπιν, με ψήφισμά της εξέλεξε τον Ιωάννη Καποδίστρια «Κυβερνήτη της Ελλάδος»

Απόσπασμα από τον «Οργανικό Νόμο», το πρώτο Σύνταγμα της επαναστατημένης Ελλάδας, που ψηφίστηκε την 1η Ιανουαρίου του 1822 από την Εθνοσυνέλευση της Επιδαύρου.
«Όλοι οι Έλληνες είναι όμοιοι ενώπιον των νόμων χωρίς καμία εξαίρεση βαθμού, κλάσης ή αξιώματος. όλοι οι Έλληνες έχουν το ίδιο δικαίωμα σε όλα τα αξιώματα. Η ιδιοκτησία, η τιμή και η ασφάλεια κάθε Έλληνα προστατεύονται από τους νόμους».
Απόστολος Βακαλόπουλος, Επίλεκτες βασικές ιστορικές πηγές της ελληνικής επαναστάσεως, τόμ. 2, Θεσσαλονίκη 1990, σ. 390.


              ΕΝΑ ΤΑΞΙΔΙ ΣΤΗΝ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΗ ΕΛΒΕΤΙΑ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου